-
1 команда
команда ж 1) (приказ) η διαταγή по \командае με τη διαταγή 2) (отряд) η ομάδα* το πλή ρωμα (экипаж)' хоккейная \команда η ομάδα χόκε мужская (женская) \команда η ομάδα αντρών ( γυναικών) ◇ пожарная \команда το πυροσβεστικό σώμα* * *ж1) ( приказ) η διαταγήпо кома́нде — με τη διαταγή
хокке́йная кома́нда — η ομάδα χόκεϊ
мужска́я (же́нская) кома́нда — η ομάδα αντρών (γυναικών)
••пожа́рная кома́нда — το πυροσβεστικό σώμα